- επιχειρίζομαι
- (Α ἐπιχειρίζωΜ ἐπιχειρίζομαι) [χειρίζω]μσν.- νεοελλ.1. επιχειρώ2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι3. συναναστρέφομαι| μσν. επεμβαίνωαρχ.1. προσβάλλω, επιτίθεμαι2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικεχειρισμένος, -η, -οναυτός στον οποίο έχει ανατεθεί υπεύθυνη υπηρεσία.
Dictionary of Greek. 2013.